αγελάδα

αγελάδα
Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που καλύπτονται από λεπτό δέρμα και είναι πάντοτε υγρά. Τα αφτιά της είναι μεγάλα και κινούνται οριζόντια και τα μάτια της είναι μεγάλα με εξογκωμένες κόγχες. To μέτωπό της είναι φαρδύ με δύο κέρατα και η ουρά της γυμνή, μέτριου μεγέθους, που καταλήγει σε τριχωτή φούντα. Η α. έχει τέσσερις μαστούς, μερικές φορές όμως και πέντε και σπάνια έξι. Από τον τρίτο χρόνο, στα κέρατά της δημιουργείται κάθε χρόνο και ένας δακτύλιος. Έτσι, η ηλικία της βρίσκεται, αν στον αριθμό των δακτυλίων προστεθεί ο αριθμός 3. Ζει σχεδόν σε όλα τα μέρη του κόσμου και είναι πολύ πιθανόν ότι κατάγεται από την Ασία. Εξημερώθηκε από τα αρχαία χρόνια και θεωρείται o πιο αρχαίος παράγοντας του πολιτισμού. Πολλοί λαοί, μάλιστα, έτρεφαν για την α. ιδιαίτερο σεβασμό, που έφτανε έως την αληθινή λατρεία. Η α. ζει 18-20 χρόνια. Στη νεαρή ηλικία, όταν δεν έχει πλησιάσει ακόμα τον ταύρο, λέγεται δαμάλα. Η περίοδος της εφηβείας αρχίζει από τους 18 μήνες. Όταν προορίζεται μόνο για γάλα, μπορεί να οχευτεί σε ηλικία 2 ετών, αλλά όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την ανατροφή μόσχων, πρέπει να οχεύεται αφού συμπληρώσει τα 3 χρόνια, οπότε έχει τέλεια σωματική ανάπτυξη. Η διάρκεια της κυοφορίας είναι 8 έως 11 μήνες, συνήθως όμως 9. Οι έγκυες α. παύουν να δίνουν γάλα 15 έως 50 μέρες πριν από τον τοκετό. Εκτός από τις ασθένειες που είναι κοινές σε όλα τα βοοειδή, η α. προσβάλλεται και από πνευμονική φυματίωση, μαστίτιδα (φλεγμονή των μαστών), σκάσιμο των θηλών, αναστροφή (αναποδογύρισμα) της μήτρας και διάφορες ασθένειες της πέψης. Η α. προσφέρει, εκτός από το γάλα, κρέας, δέρμα, κόκαλα και κοπριά για λίπανση των αγρών. Χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες αγροτικές εργασίες. νόσος των τρελών α. βλ. λ. εγκεφαλοπάθεια. Στη Βαυαρία της Γερμανίας η επιστροφή των αγελάδων στους στάβλους συνοδεύεται από ειδικές εκδηλώσεις και στολισμό των ζώων. Αγελάδες σε βοσκοτόπια των σλοβενικών Άλπεων (φωτ. Πρεσβεία Σλοβενίας). Η αγελάδα Χολστάιν είναι η μεγαλύτερη σε διαστάσεις γαλακτοφόρα αγελάδα.
* * *
και γελάδα, η (AM ἀγελάς)
νεοελλ.
1. κατοικίδιο μηρυκαστικό θηλαστικό, το θηλυκό βόδι
2. παχιά, ευτραφής γυναίκα
αρχ.
ζώο που ανήκει σε αγέλη (πρβλ. αγελαίος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγέλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αγελαδάκι, αγελαδάρα, αγελαδάρης, αγελάδι, αγελαδήσιος, αγελαδινός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγελαδοβοσκός, αγελαδοκόμος, αγελαδοστάσι, αγελαδοτρόφος κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀγελάδα — Ἀγελάδᾱ , Ἀγελάδης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἀγελάδᾱ , Ἀγελάδης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγελάδαν — Ἀγελάδᾱν , Ἀγελάδης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

  • -άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αγελαδάρα — η μεγάλη ή ευτραφής αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + μεγεθ. κατάληξη άρα] …   Dictionary of Greek

  • αγελαδήσιος — και γελαδήσιος ια, ιο [αγελάδα] ο σχετικός με την αγελάδα ή αυτός που προέρχεται από αυτήν, αγελαδινός …   Dictionary of Greek

  • αγελαδίτσα — και γελαδίτσα, η [αγελάδα] μικρή αγελάδα, αγελαδάκι …   Dictionary of Greek

  • αγελαδούλα — και γελαδούλα, η [αγελάδα] μικρή αγελάδα, αγελαδίτσα …   Dictionary of Greek

  • αγελιά — η αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγελαιὰ < αρχ. επίθ. ἀγελαῖος. Από το «ἀγελαία βοῦς» (= αγελάδα που ανήκει στην αγέλη) αποχωρίστηκε το ἀγελαία και έγινε ουσιαστικό κατά παράλειψη τού βοῦς. ΠΑΡ. αγελίδι] …   Dictionary of Greek

  • γελάδι — το 1. μικρή αγελάδα, μοσχάρι 2. αγελάδα, βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αγελάδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”